- ἤνυε
- ἀνύωeffectimperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RETRO ambulandi — cum deo suo tensam duceret, ritum in Alagabalo Imperatore notavit Herodianus, l. 5. c. 6. Πᾶςαν τὴν ὁδὸν ἤνυε τρέχων ἔμπαλιν ἑαυτοῦ, ἀφορῶν τε ἐις τὸ πρόςθεν τοῦ Θεοῦ, πρός τε τὸ μὴ πταῖςαι αὐτὸν ἢ διολιςθαίνειν, οὐχ ὁρῶντα ὅπου βαίνῃ, γῆ τε ἡ… … Hofmann J. Lexicon universale
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek